- συσσωρεύει
- συσσωρεύωheap up togetherpres ind mp 2nd sgσυσσωρεύωheap up togetherpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γραφιστική — Ο όρος αποτελεί απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρουγκράφικ ντιζάιν (graphic design) που επινόησε στη δεκαετία του 1920 ο Γουίλιαμ Άντισον Ντουίγκινς (William Addison Dwiggins) –χρησιμοποιώντας δύο αγγλικές λέξεις με προέλευση η μία από τα… … Dictionary of Greek
μυρμηγκιά — Γενική ονομασία των εντόμων της μεγάλης οικογένειας των μυρμηκιδών, της τάξης των υμενοπτέρων. Είναι γνωστά πάνω από 6.000 είδη μ., που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το μέγεθος και σε διάφορες λεπτομερείς: όλα όμως έχουν μερικά κοινά μορφολογικά… … Dictionary of Greek
πελεκάνος — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… … Dictionary of Greek
πελεκανός — (pelecanus onocrotalus). Πτηνό της οικογένειας των πελεκανιδών, της τάξης των πελεκανόμορφων. Το στεγανόποδο αυτό έχει κοινά μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με τα άλλα μέλη της οικογένειας που προαναφέρθηκαν. Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο και… … Dictionary of Greek
πλεονασμός — ο, ΝΜΑ [πλεονάζω] το αποτέλεσμα τού πλεονάζω, πλεόνασμα, περίσσευμα («πλεονασμὸς ὑγρότητος», Αριστοτ.) 2. γραμμ. τρόπος έκφρασης κατά τον οποίο ο ομιλητής ή συγγραφέας επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία … Dictionary of Greek
πυκνωτής — ο, Ν 1. αυτός που πυκνώνει κάτι 2. (ηλεκτρολ.) σύστημα δύο αγωγών ή οπλισμών οι οποίοι διαχωρίζονται με μονωτικό υλικό, σύστημα ικανό να συσσωρεύει ηλεκτρικά φορτία αντίθετου προσήμου στους δύο οπλισμούς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνώνω, απόδοση στην… … Dictionary of Greek
στοιβαστής — ὁ, Α [στοιβάζω] αυτός που συσσωρεύει πράγματα … Dictionary of Greek
συσσωρευτικός — ή, ό, Ν [συσσωρεύω] 1. αυτός που προκαλεί συσσώρευση 2. φρ. «συσσωρευτικός οργανισμός» βιολ. κάθε οργανισμός που συσσωρεύει ενεργά ένα συγκεκριμένο στοιχείο ή ουσία στους ιστούς του. επίρρ... συσσωρευτικώς και συσσωρευτικά Ν με συσσωρευτικό τρόπο … Dictionary of Greek
συσσωρεύω — ΝΜΑ [σωρεύω] μαζεύω πολλά πράγματα σε ένα μέρος, φτειάχνω σωρό («πλῆθος ἄμμου συσσωρεύει», Διόδ.) … Dictionary of Greek
σωρευτής — ὁ, ΜΑ [σωρεύω] αυτός που συγκεντρώνει πλούτο, που συσσωρεύει υλικά αγαθά … Dictionary of Greek